- διώροφος
- δῐώροφος, ον, ([etym.] ὄροφος)A with two roofs or stories, LXXGe.6.16, App. Pun.95:—written [full] διώρυφος, PPetr.3p.39.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διώροφος — with two roofs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώροφος — η, ο (AM διώροφος, ον) αυτός που έχει δύο ορόφους, πατώματα … Dictionary of Greek
διώροφος — η, ο αυτός που αποτελείται από δύο ορόφους, δίπατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διώροφον — διώροφος with two roofs masc/fem acc sg διώροφος with two roofs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωρόφοις — διώροφος with two roofs masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωρόφου — διώροφος with two roofs masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωρόφους — διώροφος with two roofs masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωρόφων — διώροφος with two roofs masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωρόφῳ — διώροφος with two roofs masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώροφα — διώροφος with two roofs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώροφοι — διώροφος with two roofs masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)